- χαλυβοποιώ
- -έω, Νχαλυβδώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + -ποιώ*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλυβοποιώ — χαλυβοποίησα, μετατρέπω το σίδερο σε χάλυβα, ατσαλώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλυβοποίηση — η, Ν [χαλυβοποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαλυβοποιώ … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
χαλυβώνω — 1. χαλυβοποιώ, μετατρέπω σίδερο σε χάλυβα. 2. προσαρμόζω χάλυβα σε μετάλλινο αντικείμενο, ατσαλώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)